- συμφθάνω
- ΜΑ [φθάνω]1. προφθαίνω, προλαβαίνω, συμβαδίζω («τῶν ταχυγράφων οὐ συμφθασάντων τῇ ῥύμῃ τοῡ λόγου», λεξ. Σούδα)2. μτφ. έρχομαι, συμβαίνωαρχ.1. (για πρόσ.) είμαι παρών2. κατορθώνω, επιτυγχάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμφθασις — άσεως, ἡ, Μ [συμφθάνω] 1. σύμπτωση 2. άφιξη, ερχομός … Dictionary of Greek